- ποινολόγιο
- το, Ν1. βιβλίο μαθητικών παραπτωμάτων2. στρ. επίσημο βιβλίο τηρούμενο από κάθε ομάδα τών ενόπλων δυνάμεων, μέσα στο οποίο καταχωρίζονται οι επιβαλλόμενες ποινές τού στρατιωτικού προσωπικού3. (εμπ. ναυτ.) βιβλίο που τηρείται από τα εμπορικά πλοία και στο οποίο καταχωρίζονται οι ποινές που επιβάλλει ο πλοίαρχος και που είναι η επίπληξη και το πρόστιμο σε μέλη τού πληρώματος, για ναυτικά παραπτώματα που συνέβησαν πάνω στο πλοίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + συνδετικό φωνήεν -ο- + -λόγιο*. Η λ., στον λόγιο τ. ποινολόγιον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολη].
Dictionary of Greek. 2013.