ποινολόγιο

ποινολόγιο
το, Ν
1. βιβλίο μαθητικών παραπτωμάτων
2. στρ. επίσημο βιβλίο τηρούμενο από κάθε ομάδα τών ενόπλων δυνάμεων, μέσα στο οποίο καταχωρίζονται οι επιβαλλόμενες ποινές τού στρατιωτικού προσωπικού
3. (εμπ. ναυτ.) βιβλίο που τηρείται από τα εμπορικά πλοία και στο οποίο καταχωρίζονται οι ποινές που επιβάλλει ο πλοίαρχος και που είναι η επίπληξη και το πρόστιμο σε μέλη τού πληρώματος, για ναυτικά παραπτώματα που συνέβησαν πάνω στο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + συνδετικό φωνήεν -ο- + -λόγιο*. Η λ., στον λόγιο τ. ποινολόγιον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ποινολόγιο — το το βιβλίο όπου καταχωρίζονται οι ποινές που επιβάλλονται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • -λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”